- ἐπιπαρορμῶντα
- ἐπιπαρορμάωstir up yet morepres part act neut nom/voc/acc plἐπιπαρορμάωstir up yet morepres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπαρορμώ — ἐπιπαρορμῶ, άω (Α) παροτρύνω, ερεθίζω περισσότερο, ενθαρρύνω («πρός τε τὸν πόλεμον ἐπιπαρορμῶντα τοὺς Ἀθηναίους», Πλούτ.) … Dictionary of Greek